- φωτοστεφάνι
- το, Ντο φωτοστέφανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + στεφάνι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοστέφανος — φωτοστέφανος, ο και φωτοστεφάνι, το και φωτοστέφανο, το 1. φωτεινός κύκλος, με τον οποίο ζωγράφοι περιβάλλουν τα κεφάλια των αγίων στις αγιογραφίες τους. 2. μτφ., δόξα, αίγλη: Φωτοστεφάνια, δόξες και κύκλοι ονειρευτοί (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)